ἐκρεμάσθην

ἐκρεμάσθην
κρεμάννυμι
hramjan
imperf ind mp 3rd dual
κρεμάννυμι
hramjan
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
κρεμάννυμι
hramjan
aor ind pass 1st sg
ἐκρεμά̱σθην , κρεμάω
hramjan
imperf ind mp 3rd dual
κρεμάζω
hramjan
plup ind mp 3rd dual
κρεμάζω
hramjan
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
κρεμάζω
hramjan
aor ind pass 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”